μελίφθεγκτος

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

German (Pape)

[Seite 125] honigsüß, angenehm tönend, Orac. Sib. 4, p. 485.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθεγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 2.

Greek Monolingual

μελίφθεγκτος, -ον (Α)
μελίφθογγος, γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθεγκτός (< φθέγγομαι), πρβλ. θεόφθεγκτος].