μελοτομώ

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

μελοτομῶ, -έω (M)
κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω («οἱ ἅγιοι ἔχαιρον κοπτόμενοι, ἥδοντο μελοτομούμενοι», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελοτόμος].