μεσίδιον
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
τό, object deposited with a neutral party, PSI6.551.10 (iii B. C.), PMagd.30.3 (iii B. C.), dub. in PCair.Zen.44.26 (iii B. C.).
Greek Monolingual
μεσίδιον, τὸ (Α)
μεσεγγύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθ. μεσίδιος].