μεσακόθεν

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσακόθεν Medium diacritics: μεσακόθεν Low diacritics: μεσακόθεν Capitals: ΜΕΣΑΚΟΘΕΝ
Transliteration A: mesakóthen Transliteration B: mesakothen Transliteration C: mesakothen Beta Code: mesako/qen

English (LSJ)

Adv. (dissim. from *μεσαχόθεν), in the midst, between, Schwyzer664.7 (Orchom. Arc., iv B.C.).

Greek Monolingual

μεσακόθεν (Α)
επίρρ. στο μέσο, μεταξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαχόθεν (με ανομοιωτική τροπή του δασέος -χ- σε -κ- προ του δασέος -θ-) < μέσος κατά το πανταχόθεν.