μεσακόθεν
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
Adv. (dissim. from *μεσαχόθεν), in the midst, between, Schwyzer664.7 (Orchom. Arc., iv B.C.).
Greek Monolingual
μεσακόθεν (Α)
επίρρ. στο μέσο, μεταξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαχόθεν (με ανομοιωτική τροπή του δασέος -χ- σε -κ- προ του δασέος -θ-) < μέσος κατά το πανταχόθεν.