μετάλλαξη

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μετάλλαξις) μεταλλάσσω
μεταλλαγή, μεταβολή
νεοελλ.
1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή
2. αστροναυτ. αιφνίδια τροποποίηση ενός ή περισσότερων γόνων, συχνά ελαφρά, η οποία μεταδίδεται κληρονομικά και παράγεται με χημικά και φυσικά μέσα, όπως είναι οι διάφορες ακτινοβολίες μικρού μήκους κύματος στις οποίες εκτίθενται οι αστροναύτες όταν εξασθενήσει ή εκλείψει ο προστατευτικός θώρακας της ατμόσφαιρας ο οποίος τίς απορροφά ή όταν διέρχονται τις ραδιενεργούς ζώνες Βαν Αλεν.