μετάλλαξις
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
-εως, ἡ, = μεταλλαγή, X.Cyn.4.4, Poll.5.61, [Longin.] Rh.p.191 H. (pl.).
German (Pape)
[Seite 149] ἡ, = μεταλλαγή, Xen. Cyn. 4, 4; Poll. 5, 61.
Russian (Dvoretsky)
μετάλλαξις: εως ἡ Xen. = μεταλλαγή.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλαξις: ἡ, = μεταλλαγή, Ξεν. Κυν. 4. 4, Πολυδ. Ε΄, 61.
Greek Monotonic
μετάλλαξις: ἡ, = μεταλλαγή, σε Ξεν.
Middle Liddell
μετάλλαξις, ιος, ἡ, = μεταλλαγή, Xen.] [from μεταλλάσσω