μεταστοιχειόω
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
change the elementary nature of a thing, μ. γῆν transform earth into water, of Xerxes, Ph.1.674:—Pass., δράκων εἰς βακτηρίαν μ. Id.2.93.
German (Pape)
[Seite 154] die Elemente eines Körpers umwandeln od. anders zusammensetzen, Pherecrat. in B. A. 393 u. Sp.; VLL. erkl. μετασχηματίζω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστοιχειόω: μεταβάλλω τὴν στοιχειώδη φύσιν πράγματός τινος, μ. γῆν, μεταβάλλω τὴν γῆν εἰς ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου, Φίλων 1. 674.