μεταφοιτώ

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

μεταφοιτῶ, -άω (ΑΜ)
μεταβαίνω από ένα πρόσωπο σε άλλο ή από μια θέση ή κατάσταση σε άλλη
αρχ.
γυρίζω πάλι πίσω, επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φοιτῶ «περιφέρομαι, συχνάζω»].