μετεκδέχομαι
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
take up, D.P.74.
German (Pape)
[Seite 158] nachher auf-, annehmen, D. Per. 74, wo Andere μετ' ἐκδ. schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδέχομαι: ἀποθ., διαδέχομαι, τὸν δὲ μετεκδέχεται Γαλάτης ῥόος Διον. II. 74, Παύλ. Σιλ. ἔκφρασις τοῦ ναοῦ ἁγ. Σοφ. 236.
Greek Monolingual
μετεκδέχομαι (Α)
ακολουθώ, διαδέχομαι κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δέχομαι «διαδέχομαι»].