μετώνυμος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετώνῠμος Medium diacritics: μετώνυμος Low diacritics: μετώνυμος Capitals: ΜΕΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: metṓnymos Transliteration B: metōnymos Transliteration C: metonymos Beta Code: metw/numos

English (LSJ)

μετώνυμον, connected with a change of name, cj. in Democr.26.

Greek Monolingual

μετώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σχέση με αλλαγή ονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].