μηλάτων
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
[ᾰ], metaplast.gen. pl. for μήλων, sheep, Lyc.106.
German (Pape)
[Seite 172] wie von μῆλας, μήλατος abgeleitet, metaplastischer gen. statt μήλων, Lycophr. 106.
French (Bailly abrégé)
(τῶν);
gén. pl. de *μῆλας (τό) :
mouton, brebis.
Étymologie: μῆλον¹.
Greek (Liddell-Scott)
μηλάτων: [ᾰ], κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. ἀντὶ τοῦ μήλων, προβάτων, Λυκόφρ. 106.
Greek Monolingual
μηλάτων (Α)
(γεν. πληθ. κατά μεταπλασμό αντί μήλων) προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της γεν. πληθ. του μῆλον (II), κατά τη γεν. προβάτων].