μικροκαμωμένος

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (γενικά) αυτός που έχει μικρές διαστάσεις
2. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που έχει μικρό ανάστημα και λεπτά μέλη, λεπτοφυής, μικροφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + καμωμένος, μτχ. παρακμ. του ρ. κάμνω (πρβλ. καλοκαμωμένος)].