μικροφυής

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροφῠής Medium diacritics: μικροφυής Low diacritics: μικροφυής Capitals: ΜΙΚΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: mikrophyḗs Transliteration B: mikrophyēs Transliteration C: mikrofyis Beta Code: mikrofuh/s

English (LSJ)

μικροφυές, of low growth, short, Sch.Ar.Av.439, Porph. Antr.28. Adv. μικροφυῶς, ὑποκορίσαι Eust.1196.11.

German (Pape)

[Seite 185] ές, von kleinem Wuchs, kleiner Statur, Sp. – Adv. μικροφυῶς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροφυής: -ές, μικρὸς τὴν φυήν, μικρόσωμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 439, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 28. Ἐπίρρ. -φυῶς, Εὐστ. 1196. 11.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μικροφυής, -ές)
1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, λεπτοφυής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροφυές
η μικροφυΐα.
επίρρ...
μικροφυώς (ΑΜ)
με μικροφυή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].