μισάδελφος
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
[ᾰ], ον, hating one's brother, D.H.3.21, Ph.1.671, Plu.2.482c.
German (Pape)
[Seite 189] den Bruder hassend, Plut.; τὸ μισ., = Vorigem, de frat. am. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait son frère.
Étymologie: μισέω, ἀδελφός.
Russian (Dvoretsky)
μῑσάδελφος: (ᾰ) ненавидящий брата Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσάδελφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφόν, Πλούτ. 2. 482C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μισάδελφος, -ον)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τον αδελφό του και γενικά τον συνάνθρωπό του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάδελφον
η μισαδελφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀδελφός.