μισηδονία

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσηδονία Medium diacritics: μισηδονία Low diacritics: μισηδονία Capitals: ΜΙΣΗΔΟΝΙΑ
Transliteration A: misēdonía Transliteration B: misēdonia Transliteration C: misidonia Beta Code: mishdoni/a

English (LSJ)

Dor. μισᾱδ-, ἡ, hatred of pleasure, Theag. ap. Stob.3.1.117.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, Haß gegen das Vergnügen, Theag. bei Stob. fl. 1, 67.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσηδονία: Δωρ. μισᾱδ-, ἡ, τὸ μῖσος πρὸς τὴν ἡδονήν, Θεάγης, παρὰ Στοβ. σ. 9. 15.

Greek Monolingual

μισηδονία και δωρ. τ. μισαδονία, ἡ (Α)
το μίσος, η απέχθεια για τις ηδονές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -ηδονία μέσω ενός αμάρτυρου μισήδονος (< μισῶ + -ήδονος < ἡδονή), πρβλ. φιληδονία].