μισοβάρβαρος

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοβάρβᾰρος Medium diacritics: μισοβάρβαρος Low diacritics: μισοβάρβαρος Capitals: ΜΙΣΟΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: misobárbaros Transliteration B: misobarbaros Transliteration C: misovarvaros Beta Code: misoba/rbaros

English (LSJ)

μισοβάρβαρον, hating foreigners, Pl.Mx.245c, Luc.Dem.Enc. 6.

German (Pape)

[Seite 191] Barbaren, Ausländer hassend, τὸ μισ., der Haß gegen die Barbaren, Plat. Menex. 245 b u. Sp., wie Luc. enc. Dem. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les barbares, les étrangers ; τὸ μισοβάρβαρον haine de l'étranger.
Étymologie: μισέω, βάρβαρος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσοβάρβᾰρος: ненавидящий иноземцев Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοβάρβᾰρος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς βαρβάρους, δηλ. τοὺς μὴ Ἕλληνας, Πλάτ. Μενέξ. 245C, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 6.

Greek Monolingual

μισοβάρβαρος, -ον (Α)
1. αυτός που αισθάνεται μίσος, απέχθεια για τους βαρβάρους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοβάρβαρον
το μίσος προς τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + βάρβαρος.