μισοπέρσης
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
μισοπέρσου, ὁ, enemy to the Persians, X.Ages.7.7.
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, der Perserfeind, Xen. Ages. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui hait les Perses.
Étymologie: μισέω, Πέρσης.
Russian (Dvoretsky)
μῑσοπέρσης: ου ὁ ненавистник персов Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπέρσης: -ου, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Πέρσας, ἐχθρὸς τῶν Περσῶν, Ξεν. Ἀγησ. 7. 7.
Greek Monolingual
μισοπέρσης, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Πέρσες, εχθρός τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Πέρσης.
Greek Monotonic
μῑσοπέρσης: -ου, ὁ, εχθρός των Περσών, σε Ξεν.