μολυβδώδης

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδώδης Medium diacritics: μολυβδώδης Low diacritics: μολυβδώδης Capitals: ΜΟΛΥΒΔΩΔΗΣ
Transliteration A: molybdṓdēs Transliteration B: molybdōdēs Transliteration C: molyvdodis Beta Code: molubdw/dhs

English (LSJ)

μολυβδῶδες, = μολυβδοειδής, Hp.Prog.2 (interpol.), Dsc.5.81; τὸ τῆς χροιᾶς μ. Gal.11.282.

German (Pape)

[Seite 200] ες, = μολυβδοειδής, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδώδης: -ες, = μολυβδοειδής, Ἱππ. Προγν. 37. Διοσκ. 5. 97.

Greek Monolingual

μολυβδώδης, -ῶδες (Α) μόλυβδος
μολυβδοειδής, όμοιος με μόλυβδο, με χρώμα μολύβδου.