μολυβδώδης
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
μολυβδῶδες, = μολυβδοειδής, Hp.Prog.2 (interpol.), Dsc.5.81; τὸ τῆς χροιᾶς μ. Gal.11.282.
German (Pape)
[Seite 200] ες, = μολυβδοειδής, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδώδης: -ες, = μολυβδοειδής, Ἱππ. Προγν. 37. Διοσκ. 5. 97.
Greek Monolingual
μολυβδώδης, -ῶδες (Α) μόλυβδος
μολυβδοειδής, όμοιος με μόλυβδο, με χρώμα μολύβδου.