μονογέρων

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογέρων Medium diacritics: μονογέρων Low diacritics: μονογέρων Capitals: ΜΟΝΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: monogérōn Transliteration B: monogerōn Transliteration C: monogeron Beta Code: monoge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, misanthropic old man, Com.Adesp.1083.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, ὁ, ein einsamer, mürrischer Alter, B. A. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μονογέρων: -οντος, ὁ, μονότροπος καὶ δύσκολος γέρων, Α. Β 51. 20.

Greek Monolingual

μονογέρων, ὁ (Α)
1. μονήρης γέρος
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γέρων.