Κύκλωπας

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ο (AM Κύκλωψ, -ωπος)
1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος της νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια
2. στον πληθ. οι Κύκλωπες
ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων της αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί του Αδριατικού Πελάγους
νεοελλ.
1. μτφ. μεγαλόσωμος, γίγαντας, κολοσσός
2. υβριστ. μονόφθαλμος άνθρωπος
αρχ.
1. αυτός που έχει ένα στρογγυλό μάτι
2. μτφ. ποιητικώς η Σελήνη, όταν λαμβάνεται κατά προσωποποίηση
3. μτφ. η κόρη του οφθαλμού
4. στον πληθ. α) (στον Ησίοδ.) τρεις γιοι του Ουρανού και της Γης, που σφυρηλατούσαν τους κεραυνούς του Διός
β) (στον Θουκ.) φυλή που εγκαταστάθηκε πριν από τους Σικανούς στη Σικελία, προερχόμενη ίσως από τη Μ. Ασία
γ) (ποιητ. μυθολ.) γίγαντες χαλκείς που είχαν ως εργαστήριο το ηφαίστειο της Αίτνας
δ) ομάδα τειχοδόμων που είχαν μετακληθεί από τη Λυκία και έκτισαν τα τείχη της Τίρυνθας, τών Μυκηνών και άλλων πόλεων, κατά αρχαία παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύκλος + -ωψ (< ὄπωπα) πρβλ. κέρκ-ωψ, νυκτάλ-ωψ].