μορίδες

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορίδες Medium diacritics: μορίδες Low diacritics: μορίδες Capitals: ΜΟΡΙΔΕΣ
Transliteration A: morídes Transliteration B: morides Transliteration C: morides Beta Code: mori/des

English (LSJ)

μάντεις, Hsch. μορίδιος, Glossaria on μορόεις, Sch.Nic. Al. 134. μορίες· μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek Monolingual

μορίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάντεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. του μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37)
πρβλ. βάτος.