μορίδες

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορίδες Medium diacritics: μορίδες Low diacritics: μορίδες Capitals: ΜΟΡΙΔΕΣ
Transliteration A: morídes Transliteration B: morides Transliteration C: morides Beta Code: mori/des

English (LSJ)

μάντεις, Hsch. μορίδιος, Glossaria on μορόεις, Sch.Nic. Al. 134. μορίες· μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek Monolingual

μορίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάντεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. του μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37)
πρβλ. βάτος.