μούχλιασμα
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
το μουχλιάζω
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα του μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση
2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια
β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση.