μπαλάντα
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
και μπαλάδα και μπαλάτα η
1. αφηγηματικό ποίημα της προφορικής παράδοσης πολλών ευρωπαϊκών λαών που διηγείται μια «ιστορία», μια υπόθεση με ενότητα μέτρου και ρυθμού, χρησιμοποίηση του διαλόγου, που του δίνει «δραματικὸ» χαρακτήρα, επικών στοιχείων ύφους και εικονοποιίας και λυρικών επαναλήψεων και εκφράσεων
2. ποίημα με καθορισμένη δομή και τύπο ομοιοκαταληξίας που αποτελείται από τρεις στροφές και επωδό, στις οποίες επαναλαμβάνεται ο τελευταίος στίχος της πρώτης στροφής
3. μουσική σύνθεση με στροφές και επωδό για φωνή και όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. balada < balar «χορεύω» (πρβλ. και λ. μπαλαντέζα και μπαλαντέρ].