μυελεγκέφαλος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
ο
ανατ. το οπίσθιο τμήμα του εμβρυϊκού ρομβεγκεφαλικού κυστιδίου, από το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματα του οποίου παράγεται κυρίως ο προμήκης μυελός, ενώ από το ραχιαίο τμήμα του παράγονται τα χοριοειδή ιστία και το χοριοειδές πλέγμα της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelencephale (< μυελός + εγκέφαλος)].