μυρόω
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
rarer form for μυρίζω, in Pass., Ar.Ec.1117 (v.l.), Megasth. ap.Str.15.1.58, Ath.1.9e.
German (Pape)
[Seite 221] salben, wie μυρίζω; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρόω: σπανιώτερος τύπος τοῦ μυρίζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 9Ε.
Russian (Dvoretsky)
μῠρόω: (= μυρίζω) умащивать, (на)душить: μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν Arph. я надушил(а) себе голову благовониями.