μυχορήμων
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
μυχορήμον, gen. ονος, speaking from the depths of the soul, Phot.
German (Pape)
[Seite 224] nach Phot. βαθύγλωσσος.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχορήμων: -ον, «βαθύγλωσσος καὶ δεινὰ λέγων» Φώτ. 274, 19, ἐν λ. μυχόπεδον.
Greek Monolingual
μυχορήμων, -ον (Μ)
αυτός που μιλά από τα μύχια, από τα βάθη της ψυχής του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ῥήμων «ρήτορας» (πρβλ. ευρήμων)].