μυχορήμων

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχορήμων Medium diacritics: μυχορήμων Low diacritics: μυχορήμων Capitals: ΜΥΧΟΡΗΜΩΝ
Transliteration A: mychorḗmōn Transliteration B: mychorēmōn Transliteration C: mychorimon Beta Code: muxorh/mwn

English (LSJ)

μυχορήμον, gen. ονος, speaking from the depths of the soul, Phot.

German (Pape)

[Seite 224] nach Phot. βαθύγλωσσος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχορήμων: -ον, «βαθύγλωσσος καὶ δεινὰ λέγων» Φώτ. 274, 19, ἐν λ. μυχόπεδον.

Greek Monolingual

μυχορήμων, -ον (Μ)
αυτός που μιλά από τα μύχια, από τα βάθη της ψυχής του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ῥήμων «ρήτορας» (πρβλ. ευρήμων)].