μωκώμαι

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

μωκῶμαι, -άομαι (ΑΜ)
χλευάζω, περιπαίζω κάποιον κάνοντας μιμητικούς μορφασμούς («καὶ τὸ μὲν πρῶτον κιχλύζουσα μετ' ἐκείνης καὶ μωκωμένη, τὴν δυσμένειαν ἐνεδείκνυτο», Αλκίφρ.)
αρχ.
1. (για την καμήλα) μυκώμαι
2. (η μτχ. αρσ. ενεστ.) μωκώμενος
αστειευόμενος, χωρατεύοντας, στα αστεία
3. (σπάν. το ενεργ.) μωκῶ, -άω
α) (κατά τον Κύριλλ.) «μωκῶν
καταγελῶν»
β) (κατά το Ζωναρ.) «μωκῶ
λοιδωρῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό παρ., οπότε τα ουσ. μωκόςμώκος) θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποχωρητικά παρ. Η μαρτυρία της λ. σε ένα ανώνυμο κείμενο, όπου φαίνεται να δηλώνει την κραυγή της καμήλας, οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: πρώτο ότι η λ. δεν απαντά μάλλον πριν από τον Αριστοτέλη ή τους ελληνιστικούς χρόνους και δεύτερο ότι δεν αποκλείεται η λ. να ανάγεται σε ονοματοποιία].