νεανίζω
From LSJ
English (LSJ)
= νεανιεύομαι (act like a hot-headed youth, act wantonly, brawl, swagger, make bold promises, make youthful promises, undertake with youthful spirit, be a youth, act wilfully, act wantonly, behave wantonly, behave as a youth, behave with youthful insolence), Plu. Flam. 20, Poll. 4.136.
French (Bailly abrégé)
avoir l'ardeur de la jeunesse.
Étymologie: νεανίας.
German (Pape)
[ᾱ], = νεανιεύομαι, νεανίζοντι τῷ πάθει, Plut. Flamin. 20.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνίζω: Plut. = νεανιεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίζω: τῷ προηγ., Πλουτ. Φλαμινῖν. 20, Πολυδ. Δ΄, 136.
Greek Monolingual
(ΑΜ νεανίζω) νεανίας
είμαι νέος ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ανώριμος νέος, δηλ. συμπεριφέρομαι με αλαζονικό και απερίσκεπτο τρόπο.