νεκρόχρως
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
χρωτος, ὁ, ἡ, Glossaria on ἐνερόχρωτες, EM340.10.
German (Pape)
[Seite 238] todtenfarbig, E. M. 340, 10.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα νεκροῦ, Ἐτυμ. Μ. 340. 10.
Greek Monolingual
νεκρόχρως, -ωτος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -χρως (< χρώς, -τός «χρώμα), πρβλ. κηρόχρως, μολυβδόχρως].