νεκρόχρως
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
χρωτος, ὁ, ἡ, Glossaria on ἐνερόχρωτες, EM340.10.
German (Pape)
[Seite 238] todtenfarbig, E. M. 340, 10.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα νεκροῦ, Ἐτυμ. Μ. 340. 10.
Greek Monolingual
νεκρόχρως, -ωτος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -χρως (< χρώς, -τός «χρώμα), πρβλ. κηρόχρως, μολυβδόχρως].