νεκυηπόλος

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠηπόλος Medium diacritics: νεκυηπόλος Low diacritics: νεκυηπόλος Capitals: ΝΕΚΥΗΠΟΛΟΣ
Transliteration A: nekyēpólos Transliteration B: nekyēpolos Transliteration C: nekyipolos Beta Code: nekuhpo/los

English (LSJ)

νεκυηπόλον, having to do with the dead, Man.1.330.

German (Pape)

[Seite 238] mit Todten umgehend, αἶσα, Maneth. 1, 330; vgl. Lob. Phryn. 681.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυηπόλος: -ον, ὁ μετὰ τῶν νεκρῶν ἀναστρεφόμενος, Μανέθων 1. 330.

Greek Monolingual

νεκυηπόλος, -ον (Α)
αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος. Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων].