νεμεσίτης

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμεσίτης Medium diacritics: νεμεσίτης Low diacritics: νεμεσίτης Capitals: ΝΕΜΕΣΙΤΗΣ
Transliteration A: nemesítēs Transliteration B: nemesitēs Transliteration C: nemesitis Beta Code: nemesi/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ, Nemesis-stone, a stone with magical properties, Cyran.30.

Greek Monolingual

νεμεσίτης, ὁ (Α)
λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. -ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].