νεμεσίτης
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Full diacritics: νεμεσίτης | Medium diacritics: νεμεσίτης | Low diacritics: νεμεσίτης | Capitals: ΝΕΜΕΣΙΤΗΣ |
Transliteration A: nemesítēs | Transliteration B: nemesitēs | Transliteration C: nemesitis | Beta Code: nemesi/ths |
[ῑ] λίθος, ὁ, Nemesis-stone, a stone with magical properties, Cyran.30.
νεμεσίτης, ὁ (Α)
λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. -ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].