νερουλάς

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ο, θηλ. νερουλού
μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + κατάλ. -ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)].