νερουλάς
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
ο, θηλ. νερουλού
μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + κατάλ. -ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)].