νευρολογία

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η
1. ειδικότητα της ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη της ανατομικής και φυσιολογίας, τη διάγνωση, τη μη εγχειρητική θεραπεία και την πρόληψη τών νόσων του νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrologie < νευρ(ο)- + -λογία].