ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
(Μ νεφελοβατῶ, έω)- περπατώ πάνω στα σύννεφανεοελλ.μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + -βατώ (< -βάτης, < βαίνω), πρβλ. αεροβατώ].