νηφαλίζω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηφᾰλίζω Medium diacritics: νηφαλίζω Low diacritics: νηφαλίζω Capitals: ΝΗΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: nēphalízō Transliteration B: nēphalizō Transliteration C: nifalizo Beta Code: nhfali/zw

English (LSJ)

purify by a libation without wine, Hsch. (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

νηφᾰλίζω: ἁγνίζω δι’ ὕδατος, ἄνευ σπονδῆς δι’ οἴνου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νενηφαλισμένον.

Greek Monolingual

νηφαλίζω (Α) νηφάλιος
εξαγνίζω κάτι κάνοντας σπονδή με νερό, δηλ. χωρίς να χρησιμοποιώ κρασί.