νηφαλίζω
From LSJ
Full diacritics: νηφᾰλίζω | Medium diacritics: νηφαλίζω | Low diacritics: νηφαλίζω | Capitals: ΝΗΦΑΛΙΖΩ |
Transliteration A: nēphalízō | Transliteration B: nēphalizō | Transliteration C: nifalizo | Beta Code: nhfali/zw |
purify by a libation without wine, Hsch. (Pass.).
νηφᾰλίζω: ἁγνίζω δι’ ὕδατος, ἄνευ σπονδῆς δι’ οἴνου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νενηφαλισμένον.
νηφαλίζω (Α) νηφάλιος
εξαγνίζω κάτι κάνοντας σπονδή με νερό, δηλ. χωρίς να χρησιμοποιώ κρασί.