νικίδιον
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
τό, small figure of victory, Annuario6/7.405 (Artemis Pergaea).
Greek (Liddell-Scott)
νικίδιον: μικρὰ Νίκη, CIA, 2, 766, 15, κτλ.
Greek Monolingual
νικίδιον, τὸ (Α) νίκη
μικρό άγαλμα ή μικροτέχνημα της θεάς Νίκης.