σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
η
ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση φοβίας έναντι τών νόσων η οποία έχει ως συνέπεια πολλαπλές προφυλάξεις για την αποφυγή ενδεχόμενης μόλυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].