νοσφιστής
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
English (LSJ)
νοσφιστοῦ, ὁ, peculator, χρημάτων ἀλλοτρίων Id.48.26, cf. Cat.Cod.Astr.2.194; τῶν δημοσίων Sch.Luc. JTr.48, cf. Sch.Ar.V.832.
Greek (Liddell-Scott)
νοσφιστής: -οῦ, ὁ, σφετεριστής, τῶν δημοσίων Σχόλ. εἰς Λουκ. Δία Τραγῳδ. 48.
Greek Monolingual
ο (Α νοσφιστής) νοσφίζομαι
αυτός που ιδιοποιείται ξένη ιδιοκτησία παράνομα, σφετεριστής, καταχραστής.