νυμφοειδές

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος δικότυλων φυτών της τάξης γεντιανώδη, της οικογένειας μενυανθίδες, με υδροχαρή είδη, τα οποία μοιάζουν με τη Νυμφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphoides < νύμφη + -ειδής].