νω

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

νώ (Α)
(αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. του εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. της επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό τ. ονομ. σε (νω-), ενώ άλλοι το συνδέουν με Fīκατι, πρωταρχική λ. της Ελληνικής με σημ. «είκοσι» (βλ. λ. είκοσι). Η αιτ. νῶε είναι σχηματισμός που οφείλεται σε επίδραση της αιτ. του δυϊκού αριθμού πόδε του πούς, ποδός καθώς και του σφε του τρίτου προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας. Η γεν. και δοτ. νῶϊν ομηρ. και νῷν αττ. εμφανίζει κατάλ. -ιν, πιθ. αναλογικά προς τον δυϊκό σε -οιν της β' κλίσης. Ο τ., τέλος, νωΐτερος με κατάλ. συγκριτικού βαθμού επιθέτου χρησιμοποιήθηκε ως κτητικό επίθετο. Όλοι οι προηγούμενοι τ., πάντως, του δυϊκού αριθμού του πρώτου προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας έπαψαν να χρησιμοποιούνται πολύ νωρίς].