ξάγι

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο)
νεοελλ.
1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό του αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση
2. η αμοιβή του μυλωνά, τα αλεστικά
3. μονάδα χωρητικότητας, μέτρο δημητριακών καρπών το οποίο ισοδυναμεί με το ήμισυ του κοιλού, το (η)μίκοιλο
4. μέτρο πυρίτιδας και σφαιριδίων για τα κυνηγετικά όπλα
5. μέτρο για τη ζύγιση μεταξοσπόρου και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, το οποίο ισοδυναμεί με το ένα έκτο της ουγγιάς
μσν.
1. μέτρο βάρους
2. είδος νομίσματος
αρχ.
βάρος που χρησιμοποιούσαν κατά τους μεταγενέστερους χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξάγιον με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος ε- < λατ. exagium «ζυγός, στάθμηση»].