ξάντρια
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ἡ, fem. of ξάντης, = carder of wool, Lat. putatrix, Glossaria: Ξάντριαι = Wool Carders, name of a play by Aeschylus.
German (Pape)
[Seite 275] ἡ, fem. zu ξάντης, s. Valck. Diatr. p. 11.
Russian (Dvoretsky)
ξάντρια: ἡ чесальщица шерсти Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ξάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ ξάντης: Ξάντριαι, ὄνομα δράματος τοῦ Αἰσχύλου.