ξεμάτιασμα

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το ξεματιάζω
1. αφαίρεση του άνω ακραίου τμήματος του φλοιού τών κουκιών
2. απαλλαγή από τη βασκανία.