ξεμάτιασμα

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

το ξεματιάζω
1. αφαίρεση του άνω ακραίου τμήματος του φλοιού τών κουκιών
2. απαλλαγή από τη βασκανία.