ξενοδιαγνωστική
From LSJ
Greek Monolingual
η
ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο προσδιορισμός της ταυτότητας ενός παρασίτου γίνεται σε έναν διάμεσο ξενιστή ο οποίος έχει προηγουμένως μολυνθεί με αίμα του ασθενούς.
η
ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο προσδιορισμός της ταυτότητας ενός παρασίτου γίνεται σε έναν διάμεσο ξενιστή ο οποίος έχει προηγουμένως μολυνθεί με αίμα του ασθενούς.