ξενύλλιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ξένος, Plu.2.229e, 24od.
German (Pape)
[Seite 278] τό, dim. von ξένος, Plut. Lacon. Apophth. p. 228.
Russian (Dvoretsky)
ξενύλλιον: τό презр. чужачок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ξενύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξένος, Πλούτ. 2. 229Ε, 240D.
Greek Monolingual
ξενύλλιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ειδύλλιον)].