ξεροσταλιάζω
From LSJ
1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;»)
2. ποθώ πολύ κάτι
3. υποφέρω από έλλειψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα ακίνητος»].