ξετραχηλίζω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
1. (συν. για ένδυμα) κόβω το ύφασμα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στον τράχηλο, στον λαιμό
2. (το μέσ.) ξετραχηλίζομαι
α) αφήνω ακάλυπτο τον λαιμό μου («βγῆκε ἔξω ξετραχηλισμένη»)
β) μτφ. i) γίνομαι αναιδής, ξετσίπωτος («έχει ξετραχηλιστεί τελείως»)
ii) εξαθλιώνομαι ηθικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξετραχήλισα (βλ. και λ. ξε-), αόρ. του ἐκτραχηλίζω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].