ξηροκακοζηλία
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ἡ, tasteless aridity, Demetr.Eloc. 239.
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, mit Trockenheit verbundene κακοζηλία im Style, Demetr. Phaler. 239.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροκᾰκοζηλία: ἡ, κακοζηλία μετὰ ξηροῦ ὕφους, Δημήτρ. Φαληρ. 239.
Greek Monolingual
ξηροκακοζηλία, ἡ (Α)
ξηρότητα, μονοτονία και ακαλαισθησία του ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κακοζηλία «επιτήδευση»].