ξηρόσαρκος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ξηρόσαρκον, dry of flesh, Diocl.Fr.135.
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknem Fleische, Diocles bei Ath. VII, 320 d.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὰν σάρκα, ἰσχνός, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 320D.
Greek Monolingual
ξηρόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό-σαρκος].