ξυλέλαιο
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
το (Μ ξυλέλαιον)
νεοελλ.
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό του δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιών
μσν.
ποσότητα ξύλου και ελαίου που διδόταν ως εισφορά, ως φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἔλαιον.