ξυλέλαιο

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

το (Μ ξυλέλαιον)
νεοελλ.
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό του δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιών
μσν.
ποσότητα ξύλου και ελαίου που διδόταν ως εισφορά, ως φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἔλαιον.